ἀφαιρέτης

ἀφαιρέτης
ἀφαιρ-έτης, ου, ,
A one who deprives,

χρόνων Vett.Val.55.18

, cf. Ptol.Tetr.189, Sch. Od.13.224, Suid. s.v. ἐξαίτης.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αφαιρέτης — ἀφαιρέτης, ο (Μ) [αφαιρώ] αυτός που αφαιρεί κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀφαιρέτης — one who deprives masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφαιρέτης — ο παλιότερη ονομασία του αφαιρετέου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφαιρέται — ἀφαιρέτης one who deprives masc nom/voc pl ἀφαιρέτᾱͅ , ἀφαιρέτης one who deprives masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαιρέτην — ἀφαιρέτης one who deprives masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”